- ἀειδία
- ἀειδίᾱ , ἀειδίαdeformityfem nom/voc/acc dualἀειδίᾱ , ἀειδίαdeformityfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειδία — ἀειδία, η (Α) [ἀειδὴς] δυσμορφία, ασχήμια … Dictionary of Greek
ἀείδια — ἀείδιος everlasting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειδίαν — ἀειδίᾱν , ἀειδία deformity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειδίης — ἀειδία deformity fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειδής — ἀειδής, ές (AM) 1. ο δίχως μορφή ή σχήμα, άμορφος 2. ο δίχως σωματική μορφή, ασώματος, αόρατος, άυλος μσν. 1. σκοτεινός, μουντός 2. ασήμαντος, τιποτένιος αρχ. 1. άσχημος, δύσμορφος 2. ακαθόριστος, απροσδιόριστος 3. ανεξιχνίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… … Dictionary of Greek